current views are: 1

7 Φεβρουαρίου 2019
Δημοσίευση16:36

Έξι μήνες μετά το Μάτι: Κόλαφος η μελέτη για την πυροπροστασία

«Χαοτικό» το θεσμικό πλαίσιο, ανεπαρκές το επιχειρησιακό

Δημοσίευση 16:36’
αρθρο-newpost

«Χαοτικό» το θεσμικό πλαίσιο, ανεπαρκές το επιχειρησιακό

Προβλήματα «χαοτικής» συναρμοδιότητας, αθέμιτων πολιτικών παρεμβάσεων, γήρανσης του εξοπλισμού, αλλά και απουσία σαφούς πλαισίου για την εκκένωση κατοικημένων περιοχών, διαπιστώνει η μελέτη για τις πυρκαγιές που παρήγγειλε πέρυσι η κυβέρνηση, στον απόηχο της τραγωδίας στην Ανατολική Αττική.

Η Ανεξάρτητη Επιτροπή για τη Διαχείριση των Πυρκαγιών -ομάδα Ελλήνων ειδικών με επικεφαλής τον Δρ. Γιόχαν Γκέοργκ Γκόλνταμερ, επικεφαλής του Παγκόσμιου Κέντρου Παρακολούθησης Πυρκαγιών- παρέδωσε την Πέμπτη τη μελέτη στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και τον πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση.

Δεν διερεύνησε τυχόν ευθύνες για τις τραγικές συνέπειες της πυρκαγιάς -κάτι που ανήκει στην αρμοδιότητα της Ελληνικής Δικαιοσύνης –εντόπισε όμως  δραματικά προβλήματα όσον αφορά την πρόληψη, την καταστολή και την αποτίμηση των πυρκαγιών.

«Είναι ενδεικτικό ότι στην πρόληψη των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου συμμετέχουν σαράντα πέντε (45) συναρμόδιοι φορείς που πρέπει να συντονιστούν σε ένα κοινό πλαίσιο» επισημαίνει η μελέτη.

«Ο συντονισμός της πρόληψης θα έπρεπε να ασκείται σύμφωνα με το Ν. 2612/1998 από τη Δασική Υπηρεσία κάτι το οποίο, λόγω νομικού κενού (μη ενεργοποίηση του άρθρου 100 του Ν. 4249/2014), δεν γίνεται.

«Για την καταστολή των πυρκαγιών πρέπει να συνεργαστούν δεκαεπτά (17) φορείς που ανήκουν σε έξι (6) Υπουργεία, προκειμένου να ασκήσουν έντεκα (11) διαφορετικές αρμοδιότητες!» επισημαίνουν οι συντάκτες της έκθεσης.

Από τη Δασική Υπηρεσία στην Πυροσβεστική

Κάνουν επίσης λόγο για συστηματικές πολιτικές παρεμβάσεις, με χαρακτηριστικό παράδειγμα «τη μεταφοράς της αρμοδιότητας της δασοπυρόσβεσης από τη Δασική Υπηρεσία στο Πυροσβεστικό Σώμα η οποία έγινε χωρίς να υπάρξει καμία επιστημονική τεκμηρίωση για τη σκοπιμότητά της, ενώ είναι εντυπωσιακό ότι εφαρμόστηκε με ΦΕΚ που δημοσιεύτηκε την 25/5/1998, δηλαδή ενώ είχε ήδη ξεκινήσει η αντιπυρική περίοδος! Τα στατιστικά στοιχεία τόσο του 1998 όσο και του 2000 αποδεικνύουν ότι το ΠΣ δεν ήταν έτοιμο, εκείνη τη στιγμή, να αναλάβει τα νέα καθήκοντα τα οποία του ανατέθηκαν.

»Η άκομψη αυτή πολιτική παρέμβαση δημιούργησε κλίμα αντιδικίας, καχυποψίας και αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο κυριότερων υπηρεσιών που εμπλέκονται στα θέματα πυροπροστασίας των δασών» τονίζει η μελέτη.

Μέχρι και σήμερα, προσθέτει, «δεν έχουν διευκρινιστεί με σαφήνεια οι επιμέρους αρμοδιότητες, οι διαδικασίες και ο τρόπος συνεργασίας, για τον καλύτερο συντονισμό της διαχείρισης των πυρκαγιών, σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο, μεταξύ Πυροσβεστικού Σώματος και Δασικής Υπηρεσίας».

Έλλειψη επιχειρησιακών σχεδίων

Η Ελλάδα υστερεί στο ζήτημα της πρόληψης πυρκαγιών λόγω ανεπαρκούς χρηματοδότησης της αυτοδιοίκησης . «Κατά συνέπεια, ο προληπτικός αντιπυρικός σχεδιασμός για την προστασία των δασών έχει στην ουσία εγκαταλειφθεί από πολλά χρόνια. Λόγω ελλείψεως πιστώσεων δεν εκπονούνται τυποποιημένα επιχειρησιακά αντιπυρικά σχέδια σε επίπεδο Δασαρχείου σύμφωνα με τις εγκεκριμένες τεχνικές προδιαγραφές. Μεμονωμένες περιπτώσεις όπως αυτή του Δασαρχείου Πάρνηθας που διαθέτει και εφαρμόζει ένα σύγχρονο και ολοκληρωμένο αντιπυρικό σχέδιο αποτελούν απλώς εξαίρεση στον κανόνα».

Διαπιστώνονται ακόμα προβλήματα λόγω απουσίας δασικών χαρτών και Εθνικού Σχεδίου Αγροτικής Ανάπτυξης, καθώς και πλημμελούς καθαρισμού της ξερής βλάστησης.

Ακόμα, οι συντάκτες της μελέτης επικρίνουν τη δαπάνη δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, μετά τις πυρκαγιές του 2007, σε διάσπαρτα έργα πληροφορικής, από τα οποία κανένα δεν τέθηκε σε επιχειρησιακή λειτουργία.

Την ίδια ώρα, «το προσωπικό των εμπλεκόμενων δημόσιων υπηρεσιών δεν έχει εκπαιδευτεί στη χρήση νέων τεχνολογιών και σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζεται τεχνοφοβικό».

Υπερβολική έμφαση στα εναέρια μέσα

Σύμφωνα με τη μελέτη η Ελλάδα πάσχει από υπερβολική εξάρτηση από τα εναέρια μέσα πυρόσβεσης, τα οποία αφενός είναι γερασμένα και ακριβά, αφετέρου δεν μπορούν να επιχειρούν κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.

«Ο θρύλος της αποτελεσματικότητας της αεροπυρόσβεσης που έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα συνδέεται με συνθήκες ανέμου που οι πυρκαγιές μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά από καλά οργανωμένες επίγειες δυνάμεις ενώ στην περίπτωση ισχυρών ανέμων η προσφορά τους είναι ελάχιστη. Αυτό έχει αποδειχτεί τόσο στις πυρκαγιές του 2007 όσο και στις πρόσφατες πυρκαγιές της Αττικής. Γενικά, η συνεισφορά των αεροσκαφών στη δασοπυρόσβεση, λαμβανομένου υπ’ όψιν του σχετικού κόστους, μπορεί να θεωρηθεί υπερεκτιμημένη» αναφέρει η έρευνα.

Απουσία πλαισίου για τις εκκενώσεις

Για το κρίσιμο ζήτημα της εκκένωσης του πληθυσμού σε περίπτωση μεγάλης πυρκαγιάς, οι ερευνητές χαρακτηρίζουν «εντυπωσιακό» ο γεγονός στη δημόσια συζήτηση γίνεται συχνά αναφορά σε σχέδια εκκένωσης σε επίπεδο Δήμων, κάτι που κατά τη ΓΓΠΠ δεν προβλέπεται από το νόμο.

«Αντίθετα υφίσταται ο όρος της οργανωμένης προληπτικής απομάκρυνσης λόγω του μη υποχρεωτικού χαρακτήρα του μέτρου για τους πολίτες. Παρατηρείται όμως επιφυλακτικότητα στην εφαρμογή επιχειρησιακών σχεδίων προληπτικής οργανωμένης απομάκρυνσης, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν σαφείς οδηγίες που έχει εκδώσει η ΓΓΠΠ. Είναι συνηθισμένο για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους να μην προβάλλεται ο (υφιστάμενος) τοπικός κίνδυνος πυρκαγιάς, ούτε να ενημερώνονται σχετικά οι κάτοικοι, ώστε να είναι γνώστες και να εξοικειώνονται με την εφαρμογή τυχόντος σχεδίου ασφάλειας ή οργανωμένης απομάκρυνσης πριν από κάθε αντιπυρική περίοδο (υπόδειξη/σήμανση χώρων συγκέντρωσης, διαδρομές απομάκρυνσης από τον οικισμό σε περίπτωση κινδύνου/πυρκαγιάς κ.λπ.). Με αυτό τον τρόπο δεν υπάρχει ούτε επίγνωση του κινδύνου ούτε ετοιμότητα αντίδρασης στους κατοίκους σε περίπτωση ενδεχόμενης πυρκαγιάς» γράφουν οι ερευνητές.

Οι προτάσεις

Ως λύση οι αναλυτές καλούν την πολιτεία να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των πυρκαγιών «μέσα από ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό πλαίσιο διαχείρισης» και «όχι με μεμονωμένες και ασύνδετες υπηρεσίες και δράσεις πρόληψης ή καταστολής».

Τα επιστημονικά, συμβουλευτικά και συντονιστικά καθήκοντα θα πρέπει να ανατεθούν σε έναν οργανισμό, σημειώνουν, προσθέτοντας πως αυτός ο φορέας-εγκέφαλος θα πρέπει να είναι τράπεζα γνώσεων και βηματοδότης για την συνολική αντιμετώπιση των φωτιών στα δάση και στην ύπαιθρο.

«Χωρίς ένα τέτοιο μηχανισμό δεν θα είναι δυνατό να επιτευχθεί, ούτε η συνεχής και ουσιαστική προσπάθεια για την πρόληψη, ούτε το απαραίτητο κλίμα και πνεύμα συνεργασίας ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς», καταλήγουν.

Εικόνες: ΑFP/ΑΠΕ-ΜΠΕ