current views are: 1

17 Αυγούστου 2019
Δημοσίευση05:07

Πώς το ράλι των ομολόγων ανοίγει το δρόμο για μείωση των πλεονασμάτων

«Κλειδί» για τη βιωσιμότητα του χρέους

Δημοσίευση 05:07’
αρθρο-newpost

«Κλειδί» για τη βιωσιμότητα του χρέους

Η «βουτιά» που έχει σημειώσει το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, από το καλοκαίρι του 2018 όταν συμφωνήθηκαν με τους θεσμούς οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και 2,2% από το 2023 έως το 2060, η οποία αγγίζει το 60%, τη στιγμή που μάλιστα η Ελλάδα δανείστηκε πρόσφατα από τις αγορές μέσω της έκδοσης του 7ετούς ομολόγου με επιτόκιο κάτω από το 2%, «ανοίγει» τον δρόμο για μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα.

Αυτή είναι η επισήμανση αρκετών οικονομολόγων που μίλησαν στην εφημερίδα «Καθημερινή».

Στις προθέσεις της κυβέρνησης είναι να τεθεί αυτό το ζήτημα στο τραπέζι το φθινόπωρο του 2020, ώστε να υπάρξει συμφωνία με τους θεσμούς για τη μείωση των στόχων από το 2021 και μετά. Ήδη, όπως επισημαίνουν οι οικονομολόγοι, το μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους για το μακροπρόθεσμο διάστημα έχει υποχωρήσει σημαντικά από τους υπολογισμούς των θεσμών στους οποίους βασίστηκε η συμφωνία του 2018, και έτσι με βάση και την πολύ καλή πορεία των ελληνικών ομολόγων η κυβέρνηση μπορεί να πετύχει συμφωνία με τους θεσμούς για μείωση των στόχων για τα πλεονάσματα από το 2021 και μετά κατά 0,5% έως 1%, δηλαδή στο 3% ή το 2,5% από 3,5% του ΑΕΠ σήμερα.

O Κυριάκος Μητσοτάκης συνομιλώντας με δημοσιογράφους κατά το πρόσφατο ταξίδι του στην Κύπρο, έδειξε πως η κυβέρνηση κρατάει ψηλά στην ατζέντα της τον κομβικό στόχο της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων. «Είναι η πρώτη φορά που οι διεθνείς αγορές δείχνουν τόσο γρήγορα, τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη σε μια νέα κυβέρνηση. Επομένως, αφού μας εμπιστεύονται οι αγορές, γιατί να μη μας εμπιστευτούν οι εταίροι μας; Τα συγκεκριμένα πλεονάσματα αποφασίστηκαν σε άλλη οικονομική συγκυρία και με επιτόκια δανεισμού υπερδιπλάσια των σημερινών», τόνισε ο πρωθυπουργός επισημαίνοντας ουσιαστικά ότι όταν επετεύχθη η συμφωνία για πλεονάσματα στο Eurogroup του Ιουνίου του 2018, η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου βρισκόταν περίπου στο 5%, ενώ σήμερα έχει υποχωρήσει κοντά στο 2%.

Υποστηρικτική για τον σχεδιασμό αυτό της κυβέρνησης είναι και η θέση του επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, ο οποίος σε πρόσφατη συνέντευξή του τόνισε πως «με τις σωστές πολιτικές, οι αγορές αντιδρούν θετικά. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ενάρετο κύκλο με χαμηλότερα επιτόκια. Κάτι τέτοιο μπορεί να δημιουργήσει κάποιο δημοσιονομικό χώρο».

Η μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2021 φαίνεται ιδιαίτερα εφικτή, δεδομένης της βελτίωσης της οικονομίας και υπό την προϋπόθεση ότι η νέα κυβέρνηση θα υλοποιήσει τις συμφωνηθείσες μεταρρυθμίσεις, όπως σημειώνει στην εφημερίδα η Ραφαέλα Τενκόνι, ιδρύτρια της Αda Economics και επικεφαλής οικονομολόγος της Wood & Co. «Εκτιμώ ότι μία μείωση κατά 1% δηλαδή στο 2,5% του ΑΕΠ (από τον τρέχοντα στόχο του 3,5%) είναι βιώσιμη εάν η κυβέρνηση αποδείξει ότι μπορεί να επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις, να τηρήσει τα όσα έχουν γίνει μέχρι τώρα και να προχωρήσει ακόμη περισσότερο στη μείωση της γραφειοκρατίας για τις επιχειρήσεις».

Όπως υπολογίζει η κ. Τενκόνι, το μεσοσταθμικό επιτόκιο εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους έχει μειωθεί ήδη στο 1,4%.

Η συρρίκνωση των αποδόσεων των ομολόγων είναι τόσο μεγάλη και τόσο γρήγορη, που πραγματικά θα στηρίξει τη βελτίωση της επενδυτικής εμπιστοσύνης και θα βοηθήσει την οικονομική ανάπτυξη, οδηγώντας την σε ρυθμούς πολύ υψηλότερους του 2%.

Κατά τον επικεφαλής οικονομολόγο της Berenberg Χόλγκερ Σμίντινγκ, ο δημοσιονομικός χώρος που δημιουργεί η πτώση των αποδόσεων των ομολόγων θα αρχίσει να αυξάνεται σημαντικά μετά το 2020.

Όπως επισημαίνει, σύμφωνα με την ενισχυμένη έκθεση εποπτείας της Κομισιόν, η Ελλάδα έχει μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες αποπληρωμές χρέους της τάξης του 6% του ΑΕΠ το 2019 και 2,5% το 2020 και το 2021.

Εάν η Ελλάδα μπορεί να δανειστεί με επιτόκια χαμηλότερα κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες από ό,τι πριν, η διαφορά θα είναι αρχικά μικρή (κάτω από 0,2% του ΑΕΠ το 2020), αλλά θα αυξηθεί σημαντικά από χρόνο σε χρόνο.

Για το 2020, δεν δημιουργεί σημαντικό δημοσιονομικό χώρο, ωστόσο στη συνέχεια και το 2022 ο αντίκτυπος θα μπορούσε ωστόσο να φτάσει το 0,5% και να αυξάνεται.

Το πιο σημαντικό πάντως είναι, τονίζει ο κ. Σμίντινγκ, ότι η βουτιά των αποδόσεων των ομολόγων μπορεί να ενθαρρύνει τους δανειστές να ερμηνεύσουν με ευελιξία τα δημοσιονομικά σχέδια της Ελλάδας, υπολογίζοντας για παράδειγμα σημαντικά ισχυρότερα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις ή και ισχυρότερες προοπτικές ανάπτυξης.

Η περαιτέρω διαχείριση χρέους από τον ΟΔΔΗΧ και το υπουργείο Οικονομικών θα μπορούσε να αυξήσει τα οφέλη. Για παράδειγμα, η αποπληρωμή του μεγαλύτερου μέρους των δανείων από το ΔΝΤ αφήνοντας μόνον 2 δισ. ευρώ σε εκκρεμότητα (για να διασφαλιστεί η συνεχής παρακολούθηση μετά το πρόγραμμα), θα μπορούσε να εξοικονομήσει άλλα 200 εκατ. ευρώ ετησίως (0,1% του ΑΕΠ).

«Κλειδί» για τη βιωσιμότητα του χρέους

Η μείωση της απόδοσης των ομολόγων είναι επίσης σημαντική σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους, σχολιάζει ο Φάμπιο Μπαλμπόνι, οικονομολόγος της HSBC. Εάν διατηρηθεί, θα μπορούσε να μειώσει τις ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης κατά περίπου 2% του ΑΕΠ έως το 2033, όταν λήξουν οι τρέχουσες περίοδοι χάριτος για τα δάνεια της Ε.Ε., μειώνοντας την ανάγκη για ενδεχόμενα πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και συμβάλλοντας στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών.

Σε ό,τι αφορά τους στόχους για τα πλεονάσματα, η Ελλάδα έχει ανάγκες αναχρηματοδότησης ύψους περίπου 20 δισ. ευρώ μεταξύ του δευτέρου εξαμήνου του τρέχοντος έτους και του 2022.

Η πρόσφατη πτώση των αποδόσεων σημαίνει ότι η εξοικονόμηση θα μπορούσε να ανέλθει σε περίπου 400 εκατ. ευρώ ή 0,2% του ΑΕΠ έως το 2022, εκτιμά ο κ. Μπαλμπόνι. Έτσι, θα δημιουργούσε κάποιον δημοσιονομικό χώρο για την ανάληψη ορισμένων δημοσιονομικών μέτρων δεδομένων και των χρηματοδοτικών αναγκών που είναι σχετικά περιορισμένες τα επόμενα χρόνια. Πιο σημαντικό από τον δημοσιονομικό χώρο ωστόσο θα είναι, κατά την HSBC, το μείγμα των πολιτικών που θα πρέπει να στηρίξουν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη.

Οι θεσμοί και η Ελλάδα πρέπει να έλθουν σε συμφωνία για τη μείωση των στόχων για τα πλεονάσματα από το 2021, καθώς τα χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού δημιουργούν δημοσιονομικό χώρο, υποστηρίζει ο Τζενς Πίτερ Σόρενσεν, επικεφαλής αναλυτής της Danske Βank. Ωστόσο, ο αντίκτυπος που θα έχει μία τέτοια συμφωνία στις αγορές είναι το πώς θα χρησιμοποιηθεί από την κυβέρνηση αυτός ο χαμηλότερος στόχος. Εάν χρησιμοποιηθεί το πρόσθετο δημοσιονομικό περιθώριο για δαπάνες που σχετίζονται με πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη, τότε θα είναι ένα θετικό «σήμα» για τις αγορές και θα οδηγούσε παράλληλα και σε αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τους οίκους.

Ωστόσο, εάν χρησιμοποιηθεί μόνο για δαπάνες, όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού, ή η μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης κ.λπ., τότε απλά αυξάνει το μελλοντικό κόστος και αυτό δεν θα εκληφθεί θετικά από τις αγορές.


σχετικα αρθρα